αναγνωσματάριο(ν)

αναγνωσματάριο(ν)
το книга для чтения; хрестоматия (для младших классов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναγνωσματάριο(ν)" в других словарях:

  • αναγνωσματάριο — το βιβλίο για την εκμάθηση της ανάγνωσης: Το νέο αναγνωσματάριο είναι καλοτυπωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγνωσματάριο — και άρι, το το αναγνωστικό* (βλ. αναγνωστικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο το 1851] …   Dictionary of Greek

  • ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν …   Dictionary of Greek

  • αναγνωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάγνωση ή την αγαπά: Το αναγνωστικό κοινό του καλού βιβλίου στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. 2. το ουδ. ως ουσ., το αναγνωστικό το αναγνωσματάριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»